- δυσχωρία
- δυσχωρίᾱ , δυσχωρίαrough groundfem nom/voc/acc dualδυσχωρίᾱ , δυσχωρίαrough groundfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσχωρία — δυσχωρία, η (Α) 1. ανώμαλο έδαφος, κακοτοπιά 2. έλλειψη χώρου ή θέσης 3. δυσχέρεια, δυσκολία … Dictionary of Greek
δυσχωρίᾳ — δυσχωρίαι , δυσχωρία rough ground fem nom/voc pl δυσχωρίᾱͅ , δυσχωρία rough ground fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχωρίας — δυσχωρίᾱς , δυσχωρία rough ground fem acc pl δυσχωρίᾱς , δυσχωρία rough ground fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχωρίαι — δυσχωρία rough ground fem nom/voc pl δυσχωρίᾱͅ , δυσχωρία rough ground fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχωρίαν — δυσχωρίᾱν , δυσχωρία rough ground fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχωριῶν — δυσχωρία rough ground fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχωρίαις — δυσχωρία rough ground fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπολαμβάνω — ὑπολαμβάνω ΝΜΑ [λαμβάνω] 1. διακόπτω κάποιον που μιλάει, παίρνω τον λόγο και απαντώ (α. «και τότε υπέλαβε εκείνος τον λόγο και είπε...» β. «οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν εἶναι αὐτοῑς ἐπαγγεῑλαι», Θουκ.) 2. εκλαμβάνω, νομίζω, θεωρώ,… … Dictionary of Greek